τεθριπποτρόφος

τεθριπποτρόφος
-ον, Α
1. αυτός που τρέφει ή μπορεί να θρέψει τέσσερα άλογα για το άρμα του
2. (κατ' επέκτ.) εύπορος, πλούσιος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τέθριππος + -τρόφος (< τρέφω), πρβλ. προβατο-τρόφος].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • τεθριπποτρόφος — keeping a team of four horses masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τεθριπποτρόφου — τεθριπποτρόφος keeping a team of four horses masc/fem/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τεθριπποτρόφων — τεθριπποτρόφος keeping a team of four horses masc/fem/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τεθριπποτροφώ — έω Α [τεθριπποτρόφος] εκτρέφω τέσσερα άλογα για το άρμα μου …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”